άπηχτος

άπηχτος
η , ο не сгустившийся; незатвердёлый, незастывший;

§ άπηχτο μυαλό — незрелый ум


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άπηχτος" в других словарях:

  • άπηχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πήξει: Το γάλα είναι ακόμη άπηχτο. 2. μτφ., αυτός που δεν ωρίμασε: Το μυαλό του είναι ακόμη άπηχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπηκτος — κ. άπηχτος η, ο (Α ἄπηκτος, ον) αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός νεοελλ. φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει αρχ. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»